- αεροδυναμικός
- aérodynamique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αεροδυναμικός — ή, ό [αεροδυναμική] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροδυναμική* 2. ο κατασκευασμένος σύμφωνα με τους νόμους της αεροδυναμικής λέγεται για αεροπλάνα, αυτοκίνητα κ.λπ., που έχουν σχήμα τέτοιο, ώστε να μειώνεται η αντίσταση στον αέρα κατά… … Dictionary of Greek
αεροδυναμικός — ή, ό (για αεροπλάνα, αυτοκίνητα κ.ά.), αυτός που έχει σχήμα τέτοιο ώστε να μειώνεται η αντίσταση στον αέρα κατά την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων: Τα αυτοκίνητα που παίρνουν μέρος σε αγώνες ταχύτητας είναι αεροδυναμικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγαστήρας — ο, Ν 1. τεχνολ. διάταξη μέσω τής οποίας διέρχονται τα καυσαέρια εξαγωγής ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης προκειμένου να μειωθεί ο αεροδυναμικός θόρυβος, αλλ. σιωπητήρας 2. εξάρτημα που τοποθετείται στην κάννη πυροβόλου όπλου και, ιδίως, πιστολιού … Dictionary of Greek